γλισχρεύομαι

γλισχρεύομαι
быть скупым; скупиться; скаредничать (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γλισχρεύομαι" в других словарях:

  • γλισχρεύομαι — (AM) [γλίσχρος] είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • γλισχρευομένων — γλισχρεύομαι to be close pres part mp fem gen pl γλισχρεύομαι to be close pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρευόμενος — γλισχρεύομαι to be close pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρεύεσθαι — γλισχρεύομαι to be close pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρεύεται — γλισχρεύομαι to be close pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρεύσασθαι — γλισχρεύομαι to be close aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγλισχρεύοντο — γλισχρεύομαι to be close imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»